- τριχίτης
- ο, Ντεχνολ. μονοκρυσταλλική ορυκτή ίνα, με μικρή διάμετρο, η οποία έχει εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichites < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.